- παιδήιος
- παιδηΐος, -ΐη, -ον (Α) ιων. τ. βλ. παίδειος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδήιον — παιδήιος festival of a masc acc sg παιδήιος festival of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίδειος — παίδειος, ον και παιδεῑος, ον ιων. τ. παιδήϊος, ίη, ον (Α) [παις, παιδός] 1. αυτός που ανήκει σε παιδί, ο σχετικός με τα παιδιά, ο παιδικός 2. αυτός που προέρχεται από τα παιδιά 3. το ουδ. ως ουσ. το παιδεῑον πιθ. παιδικό ένδυμα 4. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek